λευκωματουρικός

λευκωματουρικός
-ή, -ό [λευκωματουρία]
1. αυτός που έχει σχέση με τη λευκωματουρία
2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λευκωματουρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”